εξανθρακώνω

εξανθρακώνω
(Α ἐξανθρακῶ, -όω)
καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω
νεοελλ.
χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξανθράκωμα — το [εξανθρακώνω] 1. το αποτέλεσμα τού εξανθρακώνω 2. χημ. το υπόλειμμα που απομένει από την ξηρά απόσταξη τών λιθανθράκων, το κοκ …   Dictionary of Greek

  • εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτήρας — ο [εξανθρακώνω] (τεχν.) συσκευή που χρησιμεύει στην εξανθράκωση κατά κύριο λόγο τών ξύλων …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτικός — ή, ό [εξανθρακώνω] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εξανθράκωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”